- μπούγιο
- το1. μεγάλος όγκος2. μτφ. μεγάλη εντύπωση, δυσανάλογη όμως με την αξία («δεν ήταν πολλοί, αλλά με τις φωνές έκαναν μπούγιο»)3. φρ. «έχω μπούγιο» ή «κάνω μπούγιο»α) καταλαμβάνω πολύ χώροβ) προκαλώ εντύπωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. buio «σκοτάδι»].
Dictionary of Greek. 2013.